- ανατοποθέτηση
- ηη εκ νέου τοποθέτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατοποθετώ — ( έω) τοποθετώ πάλι, κάνω νέα, διαφορετική τοποθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τοποθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία. ΠΑΡ. ανατοποθέτηση] … Dictionary of Greek
κατάταξη — η (AM κατάταξις) [κατατάσσω] 1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση 2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η … Dictionary of Greek